διαβιβάζομαι

διαβιβάζομαι
διαβιβάζομαι, διαβιβάστηκα, διαβιβασμένος βλ. πίν. 36

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαβιβάζω — (AM διαβιβάζω) 1. μεταφέρω από κάποιον τόπο σε άλλο 2. μεταφέρω στο απέναντι μέρος 3. μεταβιβάζω, μεταδίδω, γίνομαι φορέας αρχ. 1. διατρίβω, περνώ τον καιρό μου 2. μεταφέρω τη μελωδία 3. διαβιβάζομαι α) εξαναγκάζω με τη βία β) (για φυτά) διαπερνώ …   Dictionary of Greek

  • εγκαθίημι — ἐγκαθίημι (Α) 1. κατεβάζω 2. αναθέτω 3. (για καθετήρα) διαβιβάζομαι, περνιέμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”